ἀπολέμητος

ἀπολέμητος
ἀπολέμητος, ον,
A not warred on, Plb.3.90.7, Luc.DDeor.20.12.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀπολέμητος — not warred on masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απολέμητος — η, ο (AM ἀπολέμητος, ον) [πολεμώ] όποιος δεν έχει υποστεί τα δεινά του πολέμου νεοελλ. 1. εκείνος που δεν δέχθηκε εχθρική επίθεση 2. αυτός που δεν πολέμησε μσν. ο ακαταμάχητος …   Dictionary of Greek

  • απολέμητος — η, ο αυτός που δεν πολεμήθηκε ή δεν μπορεί να πολεμηθεί, ακαταμάχητος: Το απολέμητο κακό για την Αθήνα, στα πρώτα χρόνια του πολέμου με τη Σπάρτη, ήταν ο λοιμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπολέμητον — ἀπολέμητος not warred on masc/fem acc sg ἀπολέμητος not warred on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολεμήτου — ἀπολέμητος not warred on masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολεμήτους — ἀπολέμητος not warred on masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολέμητα — ἀπολέμητος not warred on neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολέμητοι — ἀπολέμητος not warred on masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՆՊԱՏԵՐԱԶՄԵԼԻ — (լւոյ, լեաց) NBH 1 0226 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c ա. ἁπόλεμητος inexpugnabilis Անմարտնչելի. անառիկ. անպարտելի. ... *Պարիսպ անպատերազմելի. ՃՃ.: *Անպատերազմելի էր ամրոցն. Արծր. ՟Գ. 17: *Զամենայն պահպանել անմարտնչելիս եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”